- βρυσομάνα
- ημεγάλη πηγή νερού, κεφαλάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρυσομάνα — η μεγάλη πηγή νερού, νερομάνα, κεφαλάρι: Έξω από το χωριό υπήρχε μια βρυσομάνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)